χθαμαλοπτήτης

χθαμαλοπτήτης
χθᾰμᾰλοπτήτης, ου, ,
A flying near the ground, epithet of a kind of hawk, Arist.HA620a21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χθαμαλοπτήτης — ὁ, Α (για είδος γερακιού) αυτός που πετά χαμηλά, χθαμαλοπετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθαμαλός + πτήτης < θ. πτη (< ρίζα πετᾱ τού πέτομαι*, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πτῆ σις) + κατάλ. της*] …   Dictionary of Greek

  • χθαμαλοπτῆται — χθαμαλοπτήτης flying near the ground masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”